- ευθυπορία
- η (ΑΜ εὐθυπορία) [ευθύπορος]η πορεία σε ευθεία διεύθυνσημσν.η ενάρετη ζωήαρχ.(για ξύλα) η ευθύτητα στη διάταξη τών ινών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐθυπορίᾳ — εὐθυπορίᾱͅ , εὐθυπορία straightness of course fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυπορίας — εὐθυπορίᾱς , εὐθυπορία straightness of course fem acc pl εὐθυπορίᾱς , εὐθυπορία straightness of course fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυπορίαν — εὐθυπορίᾱν , εὐθυπορία straightness of course fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυπορικός — εὐθυπορικός, ή, όν (Α) [ευθυπορία] αυτός που ακολουθεί ευθεία πορεία … Dictionary of Greek
ορθοδρόμηση — η (Μ ὀρθοδρόμησις) [ορθοδρομώ] το τρέξιμο σε ευθεία γραμμή, ευθυδρομία, ευθυπορία, ορθοδρομία … Dictionary of Greek